λαιμοπέδη

λαιμοπέδη
λαιμοπέδη
dog-collar
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαιμοπέδη — λαιμοπέδη, δωρ. τ. λαιμοπέδα, ἡ (Α) 1. το λουρί που μπαίνει γύρω από τον λαιμό σκύλου, ο κλοιός 2. βρόχος, παγίδα για σύλληψη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + πέδη / πέδα (δωρ. τ.) «δεσμός», πρβλ. τροχο πέδη, χειρο πέδη] …   Dictionary of Greek

  • λαιμοπέδην — λαιμοπέδη dog collar fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοπέδας — λαιμοπέδᾱς , λαιμοπέδη dog collar fem acc pl λαιμοπέδᾱς , λαιμοπέδη dog collar fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • λαιμοπέδαν — λαιμοπέδᾱν , λαιμοπέδη dog collar fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”